Η αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης (Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος).
Απάντηση στο μουσικοσυνθέτη Μαρκόπουλο περί κατάργησης της Παλαιάς Διαθήκης.
Πολλές φορές γινόμαστε δέκτες παραλόγων ακουσμάτων, προερχομένων από τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα ενημερώσεως. Αυτό συνέβη , όταν ο καταξιωμένος μουσικοσυνθέτης κ. Μαρκόπουλος απεφάνθη, ως «ειδήμων θεολόγος», ότι - άκουσον, άκουσον!!! - η Παλαιά Διαθήκη πρέπει να εξοβελισθή από τα ράφια των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Άνθρωποι ανίδεοι, μη έχοντας καμία σχέση με την θεολογία ή και απλώς με την μελέτη της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αποφαίνονται εναντίον και των δύο βιβλίων ή του ενός εξ αυτών - όπως απεφάνθη ο πιο πάνω αναφερθείς εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης - απορρίπτοντες αυτήν, ως ιουδαϊκό Βιβλίο, αναφερόμενο στην ιστορία των Εβραίων και περιέχον «σεξουαλικά όργια» και απάνθρωπες διατάξεις, μη συμφωνούσες με την ευρύτερη χριστιανική διδασκαλία της αγάπης.
Η Παλαιά Διαθήκη ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δέχθηκε τα πυρά των διαφόρων αιρετικών. Κατά τον ΙΘ' και τον Κ' αιώνα, με αφετηρία την Γερμανική ομάδα «DoitseChristen», η οποία απεσπάσθη από τη προτεσταντική Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία, ασκείται εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης σφοδρή πολεμική ιδιαιτέρως από τον ευρύτερα γνωστό πολέμιο της, τον προτεστάντη θεολόγο Ηarnack.
Όλη αυτή η πολεμική γίνεται για τον λόγο ότι το βιβλίο αυτό έχει παρανοηθεί ως προς το περιεχόμενο του, προσεγγίζεται μονομερώς, υπάρχει εναντίον του μεγάλη προκατάληψη και ερμηνεύεται, τις περισσότερες φορές, μέσα από ιδεολογικές και νοσηρές φυλετικές τοποθετήσεις. Αυτή, όμως, η υποτίμηση και απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης συμπαρασύρει σε απόρριψη και την Καινή Διαθήκη. Η Παλαιά Διαθήκη αποτελείται από 49 κανονικά βιβλία. Για την κανονικότητα και των 49 βιβλίων της ομιλούν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι μετέπειτα Άγιοι Πατέρες, από τον Μέγα Αθανάσιο μέχρι και τον Άγιο Νεκτάριο, ο Νομοκάνων του Μ. Φωτίου, οι Σύνοδοι Ιππώνος (393), Καρθαγένης (397) και Πενθέκτης (692).
Τοιουτοτρόπως τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, στην Ελληνική από τους Εβδομήκοντα και στην Λατινική (Voulgata) από τον Άγιο Ιερώνυμο, καθιερώθηκαν πλέον ως αυθεντικά κείμενα, χωρίς να υποστούν την παραμικρή μεταβολή. Το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και της Καινής Διαθήκης, είναι θεόπνευστο. Οι αλήθειες, οι οποίες εμπεριέχονται στην παλαιά Διαθήκη, είναι θείες και ρυθμίζουν την ζωή των ανθρώπων «εν των Θεώ».
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας την Β' Επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο, του λέγει: «Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν» (Γ', 16). Αυτά τα λόγια αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και ο ίδιος ο θεάνθρωπος Κύριος αποδέχεται και στηρίζει την Παλαιά Διαθήκη εμφανιζόμενος στις Συναγωγές, μελετών και ερμηνεύων αυτήν. «Και ανέστη αναγνώναι», οι «φωτισμένοι» έξυπνοι εχθροί της δεν την καταδέχονται.
Επομένως μπορούμε αβίαστα να συμπεράνουμε ότι η αυθεντία της Παλαιάς Διαθήκης στηρίζεται στον ίδιο τον θεάνθρωπο Κύριο και τους Αγίους Του Αποστόλους. Η Αγία μας Εκκλησία παρέλαβε από την Παλαιά Διαθήκη την μονοθεΐα, την κοσμολογία, την ανθρωπολογία, την διδασκαλία περί του αόρατου κόσμου και τέλος την εσχατολογία.
Έτσι αντιλαμβανόμεθα όλοι, ότι στην Παλαιά Διαθήκη δεν περιγράφεται μόνον η ιστορία του Ιουδαϊκού λαού, αλλά καταγράφονται επιλεκτικά τα κύρια γεγονότα, τα οποία συνδέονται με την παρέμβαση του τριαδικού Θεού στην ιστορία του λαού αυτού, ο οποίος τον απεδέχθη, για να προετοιμασθεί ο κόσμος και να υποδεχθεί τον Σαρκωθέντα Λόγο του Θεού Πατρός. Άνευ της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί η καινή Διαθήκη ούτε να γίνει καταληπτό το μυστήριο της θείας Οικονομίας. Όποιος, λοιπόν, δεν αποδέχεται την Παλαιά Διαθήκη κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι αιρετικός και επομένως αποκόπτεται από το Σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Περί της Αγίας Τριάδος (Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού).
Λίγα και σαφή λόγια περί του δόγματος της Αγίας Τριάδος.
Πιστεύουμε σ' ένα Θεό, μία πρωταρχική αιτία, χωρίς αρχή, αδημιούργητη, αγέννητη, άφθαρτη και αθάνατη (...). Πιστεύουμε σ' έναν Πατέρα, που είναι ή αρχή και ή αιτία όλων των δημιουργημάτων, που δε γεννήθηκε από κανέναν, που μόνος αυτός είναι χωρίς αρχική αιτία και αγέννητος ο οποίος είναι βέβαια δημιουργός όλων, άλλα κατ' ουσία Πατέρας ενός και μόνου, δηλαδή του μονογενή Υιού του, του Κυρίου και θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και είναι προβολέας του Παναγίου Πνεύματος (...). Πιστεύουμε και σ' έναν Υιό του Θεού, το μονογενή, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος γεννήθηκε από την ουσία του Πατρός προαιωνίως φως που εξήλθε από το φως, Θεό αληθινό που γεννήθηκε από τον αληθινό Θεό Υιό που γεννήθηκε και δε δημιουργήθηκε, που είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και είναι αυτός δια του οποίου δημιουργήθηκαν τα πάντα. Όταν λέμε ότι «αυτός εγεννήθη προ πάντων των αιώνων», δεικνύουμε ότι ή γέννηση του είναι άχρονη και χωρίς αρχή διότι δεν έφθασε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη ό Υιός του Θεού, που είναι ή ακτινοβολία της θείας δόξας, ό τύπος της υποστάσεως του Πατρός, ή ζωντανή σοφία και δύναμη, ό Λόγος, ο οποίος έχει προσωπική υπόσταση, ή ουσιώδης και τέλεια και ζωντανή εικόνα του αοράτου Θεού, αλλά συνυπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα και ήταν στους κόλπους του, και γεννήθηκε από αυτόν προαιωνίως και χωρίς αρχή διότι ποτέ δεν υπήρχε ό Πατήρ χωρίς να υπάρχει ό Υιός, άλλα συγχρόνως υπήρχαν ό Πατήρ και ό Υιός που γεννήθηκε από αυτόν (...). Όμοια πιστεύουμε και σ' ένα Πνεύμα Άγιο, το Κύριο και ζωοποιό, το όποιο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό, το οποίο προσκυνείται και δοξάζεται ομού με τον Πατέρα και τον Υιό, διότι είναι ομοούσιο και συναιώνιο στο Πνεύμα που πηγάζει από το Θεό, το ευθές, το ηγεμονικό, την πηγή της σοφίας και της ζωής και του αγιασμού, το οποίο είναι Θεός και συνυπάρχει και προσφωνείται ομού με τον Πατέρα και τον Υιό, αδημιούργητο, πλήρες, δημιουργικό, παντοκρατορικό, παντουργό και παντοδύναμο (...). Καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια προσωπική υπόσταση. Οι τρεις υποστάσεις αλληλουπάρχουν, για να μην εισαγάγουμε νέα διδασκαλία περί πλήθους και ομίλου θεών. Με τις τρεις βέβαια προσωπικές υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο, ενώ με το ομοούσιο και την αλληλούπαρξη των προσωπικών υποστάσεων και την ταύτιση του θελήματος και της ενέργειας και της δυνάμεως και της εξουσίας και της κίνησης γνωρίζουμε το αδιαίρετο της θείας φύσης και την ύπαρξη ενός θεού. Διότι πράγματι υπάρχει ένας Θεός, ό Θεός και ό Λόγος και το Πνεύμα του.
Η κατά σάρκα του Χριστού Οικονομία (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς).
Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ' αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.
Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του, όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, σύμφωνα με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπά, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.
Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αυτω», όπως λέει κι ο ψαλμωδός Προφήτης άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό, τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ' αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε, κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.
Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.
Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη, αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου, όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.
Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημα του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.
Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ' αυτό μάλιστα θα έπρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν' αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.
Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι' αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ' αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;».
Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι' αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς απ' την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ' Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει η να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ' Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλον φως διαφορετικό απ' τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος ανθρώπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητα του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινη του ιδιότητα.
«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαϊας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματί αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δε «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.
Αυτή η επανάσταση αν και δε γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δε συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.
Γι αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες, γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλά ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υπόκυψη και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.
Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος - θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ' όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.
Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μες το βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.
Γι' αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργεια του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω της φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του τού έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο, γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι' αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μεις, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός.
Τα Άγια Θεοφάνεια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Θεολογική προσέγγιση των Θεοφανείων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Αφού ο Υιός και Λόγος του Θεού ενδύθηκε τον παλαιό Αδάμ, δηλαδή έγινε άνθρωπος και αφού εκτέλεσε όλα τα επιβαλλόμενα από τον ιουδαϊκό Νόμο, πήγε στον Ιωάννη, για να βαπτιστεί. Όχι γιατί ο Ίδιος το είχε ανάγκη, αλλά για να ξεπλύνει την ανθρώπινη φύση από την ντροπή της αμαρτίας του Αδάμ και να ενδύσει τη γυμνότητα της με την πρώτη στολή που αστραποβολά τη Θεϊκή λάμψη.
Ο Ιωάννης κήρυττε το βάπτισμα της μετάνοιας και έτρεχε προς αυτόν ολόκληρη η Ιουδαία. Ο Κύριος κηρύττει το βάπτισμα της υιοθεσίας και ποιος από αυτούς που έχουν ελπίσει σε Αυτόν δεν θα υπακούσει; Το βάπτισμα εκείνο (του Ιωάννου) ήταν η εισαγωγή, το βάπτισμα αυτό (του Κυρίου) είναι το τελειωτικό. Εκείνο ήταν η αποχώρηση από την αμαρτία, αυτό είναι η οικείωση με τον Θεό. Με τη βάπτισή Του από τον Ιωάννη, ο Χριστός έδωσε ένα τέλος και στο τυπικό αυτό βάπτισμα, όπως τρώγοντας για τελευταία φορά το Ιουδαϊκό Πάσχα το κατάργησε και εγκαινίασε το Πάσχα της Καινής Διαθήκης. Κατά την βάπτιση του Κυρίου φάνηκε ο Υιός Θεός, αλλά αποκαλύφθηκε και η Αγία Τριάδα, όπως χαρακτηριστικά ψάλλει και ο υμνωδός στο απολυτίκιο της εορτής: «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις».
Ο Υιός βαπτιζόταν, του Πατρός η φωνή ακουγόταν και το Άγιο Πνεύμα κατερχόταν «εν είδει περιστεράς». Έτσι ο Χριστός έγινε πρωτότοκος όλων εκείνων που αναγεννιούνται πνευματικά και ονομάζει αδελφούς όσους συμμετέχουν στην όμοια με Αυτόν γέννηση δια ύδατος και Πνεύματος. Μόλις ο Χριστός βαπτίσθηκε, αγίασε όλη την φύση των υδάτων και έθαψε μέσα στα ρείθρα του Ιορδάνη, κάθε αμαρτία των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ανακαίνισε και ανέπλασε τον βεβαιωθέντα από την αμαρτία άνθρωπο και του χάρισε την ουράνια Βασιλεία.
Αυτή η ενότητα ουρανού και γης, φανερώθηκε κατά την βάπτιση του Χριστού με το άνοιγμα των ουρανών. Ο κατερχόμενος στον Ιορδάνη Θεάνθρωπος συντρίβει τις κεφαλές των αοράτων δρακόντων και ελευθερώνει το ανθρώπινο γένος από την εξουσία τους. Με τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη, ο Χριστός μας εξάγει από τη σκιά του νόμου και μας εισάγει στην καινή Χάρη. Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί για την επιφάνεια της δόξας του Θεού. Αλλού τονίζει ότι δια Χριστού «επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις».
Στην επιφάνεια των ψευδών θεών η Εκκλησία αντέταξε την επιφάνεια του Αληθινού Θεού και Βασιλέως Χριστού, την αληθινή Θεοφάνεια. «Γη Ζαβουλών και γη Νεφθαλείμ, οδόν θαλάσσης πέραν του Ιορδάνου, Γαλιλαία των εθνών, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει και σκιά θανάτου, φως ανέτειλεν αυτοίς». Με αυτή την προφητεία του Ησαΐου, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αρχίζει να ομιλεί για την έναρξη της δημόσιας δράσεως του Κυρίου, της επιφανείας Του μεταξύ του λαού.
Απολυτίκιο. Ήχος α’.
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις, του γαρ Γεννήτορας η φωνή προσεμαρτύρει σοι, αγαπητόν σε Υιόν ονομάζουσα και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς, εβεβαίου του λόγου το ασφαλές. Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός, και τον κόσμον φωτίσας δόξα σοι.»
Κοντάκιον. Ήχος δ’.
«Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη, και το φώς σου Κύριε, εσημειώθη εφ' ημάς, εν επιγνώσει υμνούντάς σε. Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον.»