ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΒΡΑΓΓΙΑΝΑ 2007
ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΧΟΛΗ........ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ....Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΗΣ.
'Ο Εύγένιος ο Αίτωλός έγεννήθη είς τό Μέγα Δένδρο τού Άποκούρου Αίτωλίας. Ό Άναστάσιος ό Γόρδιος, ό καί μαθητής αύτού, λογοπαικτών πρός τό τοπωνύμιον γράφει ότι *τού Μεγάλου τούτου Δένδρου* καρπός 'ητο 'ο Εύγένιος ή * μάλλον είπείν έτερον ώς άληθώς μέγα Δένδρον παρά τάς διεξόδους τών ύδάτων πεφυτευμένον, 'ό τόν καρπόν αύτού δέδωκεν έν καιρώ καί τό φύλλον αύτού ούκ άπερρύη*, προκειμένου διά τού γραφικού νά έπικυρώση τήν έξαίρετον προσωπικότητα καί τήν πλουσίαν πνευματικήν καρποφορίαν τού διδασκάλου. Τό άκριβές τής γεννήσεώς του έτος δέν είναι γνωστόν.
Τό γεγονός ότι πρεσβύτερος έχειροτονήθη τό έτος 1619, τήν νόμιμον κατά κανόνας άγων ήλικίαν,( Κατά τό 30όν ή κατ' οίκονομίαν τό 25ον έτος τής ήλικίας βάσει τού 14ου κανόνος τής έν Τρούλω Οίκουμενικής Συνόδου)καί μαρτυρία τού βιογράφου του ότι * τριγέρων ήν καί τά νεστόρεια ύπερβεβηκώς έτη*, ότε έξεδήμησε τού ματαίου τούτου κόσμου, όγδοηκοντούτης τό 1682, όδηγούν είς τήν άποψιν ότι έγεννήθη λήγοντος τού 16ου αίώνος, πιθανώς μεταξύ τών έτών 1595-1597.
Η Γέννησις τού Εύγενίου συμπίπτει μέ τήν άναληφθείσαν 'υπό τής Έκκλησίας προσπάθειαν διά τήν ίδρυσιν Σχολείων καί προαγωγήν τής παιδείας συμφώνως πρός τήν ύπό τού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ίερεμίου τού Β' συνελθούσαν τό 1593 είς τό Μετόχιον τού Παναγίου Τάφου Σύνοδον* ταύτης ό 7ος κανών ώριζεν *(έκαστον έπίσκοπον έν τή έαυτού παροικία φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιείν, ώστε τά θεία καί ίερά γράμματα διδάσκεσθαι, βοηθείν δέ κατά δύναμιν τοίς θέλουσι διδάσκειν καί τοίς μαθείν προαιρουμένους, έάν τών έπιτηδείων χρείαν έχωσιν)*.
Οί γονείς τού Εύγενίου, Νικόλαος καί Στάμω όνομαζόμενοι, ήσαν πτωχοί μέν καί άπλοϊκά ζώντες τόν άγροτικόν βίον, χριστιανικά καί κατά τά έντολάς τού Θεού φυλάσσοντας αύτάς άναλόγως. Μετά τόν πρόωρον θάνατον τής μητρός ό πατήρ του ήλθεν είς δεύτερον γάμον καί ό νεαρός Εύγένιος ήναγκάζετο νά ζεί μετά τής μυτριάς αύτού. Μετά δέ πολλά έπήρε τήν άπόφασιν νά άναχωρήση κρυφίως έκ τού πατρικού οίκου είς τήν ίεράν Μονήν Βλοχού. Ό Πατήρ του, πληροφορηθείς τά συμβάντα καί προφανώς μή έγκρίνων τήν πρός τόν μοναχισμόν κλίσιν τού υίού του, **καταδιώξας αύτόν καί εύρών έπανήγαγεν οίκαδε** δηλ. τόν κυνήγησε τόν βρήκε καί τόν γύρισε πίσω.
'Ο έντονος όμως πόθος πρός άφιέρωσιν καί αί θερμαί παρακλήσεις του έκαμψαν προφανώς τήν πατρικήν άρνησιν καί ό νεαρός Εύγένιος έπανήλθεν είς τήν έν λόγω Μονήν **παιδευόμενος γράμμασι καί τοίς πατράσι προθύμως διακονούμενος**. 'Απ' άρχής προστάτην του εύρε τόν είς αύτήν άσκούμενον έξ Άγράφων ίερομόναχον Άρσένιον, φίλον τού πατρός του Νικολάου. Ούτος έξετίμησε τήν εύγένειαν καί χάριν τού ζηλωτού δοκίμου, τήν πρόθυμον είς τούς πατέρας ύποταγήν, τήν δίψαν τής μαθήσεως καί τήν έφεσιν τού μοναχικού σχήματος καί άνέλαβε νά τόν παιδαγωγήση κατά τόν καλύτερον δυνατόν τρόπον. Ήτο δ΄άλλωστε ό πρώτος αύτός τού Εύγενίου χειραγωγός ** φρονήσει πάση κεκοσμημένος καί γραμμάτων πείραν μετρίαν έχων, είς κάλλος τε γράφειν έξησκημένος καί μουσικής έμπειρος**.
Δείγμα τής εύνοίας τού Άρσενίου πρός τόν νεαρόν δόκιμον είναι τό γεγονός ότι συμπαρέλαβεν αύτόν είς τήν μικράν Μονήν τής Θεοτόκου τού Τροβάτου τών Άγράφων, **ένθα τόν άσκητικόν δίαυλον ίερά καί θαυμασία τις διήνυε ξυνωρίς**. Πλησίον τής δυάδος τών άξιοθαυμάστων, έναρέτων καί ** τοίς μακράν άπασι περιβοήτων** τούτων κληρικών, Άντωνίου τού έκ Τροβάτου καί Βαρθολομαίου τού έξ Αίτωλικού, συνεπλήρωσεν ό Εύγένιος τήν βασικήν του μόρφωσιν, έμυήθη είς τήν έκκλησιαστικήν μουσικήν, έχειραγωγήθη είς τάς ίεράς άκολουθίας καί προήχθη είς εύσέβειαν καί άρετήν.
Μετά πάροδον μικρού χρόνου, ίσως τό 1616, **έν τή Ίερά καί Σεβασμία Μονή τής Ύπεραγίας Θεοτόκου τή καλουμένη Τετάρνη τήν τού διακόνου χειροτονίαν έδέξατο**. Είς τό περιστατικόν τούτο τής ζωής τού Εύγενίου όφείλεται άναμφιβόλως ό μετά τής Μονής Τατάρνης στενός διά βίου σύνδεσμος αύτού καί ή ύπέρ αύτής κατ΄έπανάληψιν έπιδειχθείσα στοργική του μέριμνα. Ύστερα άπό τήν είς διάκονον χειοροτονίαν του έπανήλθεν είς τήν πλησίον τού Άρσενίου καί τών δύο φίλων καί συνασκητών του είς Τροβάτον προσφιλή διαμονήν.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΓΩΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
'Ο Γέρων Άρσένιος έπιθυμήσας νά μεταβή είς Ίεροσόλυμα γιά προσκύνημα τών Άγίων Τόπων, πήρε ώς συνοδόν του τόν Εύγένιο. Κατά τήν διέλευσίν του όμως έν τώ άγιονύμω όρει ώς ύπό θείας έλλάμψεως φωτισθείς, ένεπιστεύθη τόν Εύγένιον είς τόν έφησυχάζοντα είς τήν Ι.Μ. Ξηροποτάμου έπίσκοπον Χαραλάμπην, προτιθέμενος νά τόν παραλάβη πάλιν όταν θά γύριζε έκ τού προσκυνήματος. Πλησίον δέ αύτού τού έναρέτου έπισκόπου έδιδάχθη τά έλληνικά γράμματα.
Όμως ό Γέρων Άρσένιος δέν ώλοκλήρωσε τό ίερόν προσκύνημα φονευθείς ύπό τών Άράβων. Μετά άπό άρκετό χρόνο ό Εύγ'ενιος μαθών τόν έαυτού θάνατον έλυπήθη πάρα πολύ, μηδεμιάς άλλης παραμυθίας τυχών 'ή τής έκ τών λόγων τού ίερού Χαραλάμπους, άπεφάσισε νά έπανέλθη είς τήν γνώριμον περιοχήν τών Άγράφων, κοντά στούς συμμοναστάς του Άντώνιο καί Βαρθολομαίο οί όποίοι εύρίσκοντο είς τήν Μονήν τού Τροβάτου, πρός συνέχισιν τών κοινών άγώνων.
Μετά παρέλευσιν χρόνου ήθέλησαν νά έπισκεφθούν τό όρος Σινά καί τήν Άγία γή. Ύπεβλήθησαν όμως είς κοπιώδες ταξίδιον καί μετά άπό πολλούς κινδύνους είς τήν θάλασσαν έφθασαν είς τήν Αίγυπτον. Έκεί έγιναν δεκτοί μετά χαράς μεγάλης άπό τόν Πατριάρχη Άλεξανδρείας Κύριλλο Λούκαρι. Ό Πατριάρχης όμως άνάμεσα άπό αύτή τήν θεία τριάδα διέκρινε ότι ό νεαρός Εύγένιος θά διακρινόταν είς πολλά καί γιαυτό τόν έκαμε πρεσβύτερο τή τού παναγίου πνεύματος χάριτι ταίς χερσί αύτού.
Έπηκολούθησε ή μετάβασις αύτών είς τό όρος Σινά ή προσκύνησις τής άκαταφλέκτου βάτου καί τής άγίας καί πανσόφου Αίκατερίνης λείψανον. Άνέβησαν δέ καί είς τήν άγίαν κορυφήν ένθα ναός τής Παναγίας όπου έκεί ό Ίερεύς πλέον Εύγένιος έτέλεσε τήν πρώτην μυσταγωγίαν ήτοι κατά τό κοινώς λεγόμενον τήν πρώτην του λειτουργίαν.
Έκείθεν οί τρείς συμμονασταί έταξίδευσαν είς τά Ίεροσόλυμα, έπισκέφθηκαν τόν Ναό τής Άναστάσεως, είς τήν Βηθλεέμ τό σπήλαιο τής γεννήσεως, καί έλούσθησαν είς τόν Ίορδάνη ποταμό καί τέλος εύχαρίστησαν τόν Θεό πού τούς άξίωσε νά όδηγήσουν τά βήματά τους στά ίχνη τού Θεανθρώπου.
Κατόπιν τούτων οί δύο Άντώνιος καί Βαρθολομαίος έπέστρεψαν είς τά Άγραφα άφήσαντες τόν Εύγένιο είς Ίεροσόλυμα ύπηρετούντα τόν Ίερόν Ναόν τού Άγίου Κωνσταντίνου.
Ή Νοσταλγία όμως γιά τήν πατρίδα δέν τού άφησε πολλά περιθώρια. Έγκατέλειψε τήν Άγία Πόλι όπου θά ήδύνατο εύδοκίμως νά σταδιοδρομήση, γεμάτος άπό βιώματα τών τόπων όπου ό Ίησούς έζησεν, καί προτιθέμενος νά γίνη μιμητής του άρχισε πάλιν τόν άγώνα μαζί μέ τούς άλλους πατέρες.
Φεύγοντας όμως άπό έκεί τού έχορηγήθη είς πίστωσιν πάντων τό άκόλουθον χειροτονητήριον έγγραφον τό όποίον έγραφε** Κύριλλος πάπας καί πατριάρχης καί κριτής τής οίκουμένης* διά χειρών τών ήμετέρων άναβιβασθείς έξ ίεροδιακόνου είς τόν τού ίερέως βαθμόν Εύγένιος ό ίερομόναχος ούτος λαμβάνει παρ' ήμών τούτο τό γράμμα, ώς έφόδιον, έν ώπερ άν τύχη τόπω, ίνα γνωρίζηται καί τιμάται ώς ίερωμένος καί τού τοιούτου ήξιωμένος βαθμού. Είς τούτο ούν παρέχομεν αύτώ τό παρόν γράμμα. Έν Αίγύπτω αχιθ' (1619). Κύριλλος έλέω Θεού πάπας καί πατριάρχης Άλεξανδρείας.**
Έφλέγετο όμως γιά τά γράμματα καί διά τούτο άπεφάσισε τήν συνέχισιν τών σπουδών του είς Τρίκαλα Θεσσαλίας. Παρηκολούθησε τήν σχολήν έκεί διά μεγάλο διάστημα διαπρέπων άνάμεσα στούς συμμαθητές του* μή δυνάμενος όμως νά έξοικονομή τά άναγκαία διά τήν συντήρησίν του έξοδα έπανήλθε είς τό έρημητήριόν του.
Βλέποντας οί συνασκητές του άνήσυχον διά τήν μάθησιν τών γραμμάτων, τόν προέτρεψαν νά μεταβή είς Κεφαλληνίαν νά μαθητεύση πλησίον τού σοφοτάτου καί ίερού άνδρός Παϊσίου Μεταξά, μέχρι πού άντιμετώπισε δυσχερείας καί έφθασεν είς τέτοιο σημείο ώστε νά μείνη άνευ τροφής διά τρείς ήμέρας.
Άλλ' ό σοφός Παϊσιος, μαθητής καί φίλος τού Κορυδαλέως, έδέχθη αύτόν μέ μεγάλη προθυμίαν. Πλησίον αύτού έμαθήτευσεν έπί ένα χρόνο διαμένων είς τήν οίκίαν αύτού.
Άσήγαστος όμως ό πόθος αύτού δι' εύρυτέραν παιδείαν, τόν όποίον διέφλεγον οί περί τού Θεοφίλου Κορυδαλλέως έπαινοι τού Μεταξά, ήνάγκασεν αύτόν νά μεταβή είς Ζάκυνθος όπου έκεί ίδρυσεν σχολήν αύτός ό τής φιλοσοφίας θεράπων.
Έκεί προθύμως έξετέλει άπαντα τά καθήκοντα όλων καί όχι μόνον. Ή πνευματική όμως άκτινοβολία τού Εύγενίου πέρασε στούς ένορίτες του, (καθ' όσον έτέλει καθήκοντα έφημερίου είς τόν ίερόν ναόν τού Άγίου Σπυρίδωνος),οί όποίοι τόν περιέβαλον μέ ίδιαιτέραν τιμήν καί είχον άκόμη άλληλογραφίαν καί μετά τήν άναχώρησίν του άπό έκεί.