ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος α’.Της ερήμου πολίτης
(Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου)
Εν Σινά τώ άγίω διαφόροις έν έτεσι
καί έν Ραϊθώ ύπέρ φύσιν έν σαρκί ήγωνίσασθε,
Πατέρων των όσίων ή πληθύς
καί δήμος θεοφόρων άσκητών.
Διά τούτο εύφημούμεν πάντας ύμάς συμφώνως άνακράζοντες*
Δόξα τώ ένισχύσαντι ύμάς,
δόξα τώ στεφανώσαντι,
δόξα τώ ένεργούντι δι’ ύμών πάσιν ίάματα
ΣΥΝΤΟΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΟΥ ΣΙΝΑ
1. ΑΑΡΩΝ
Ό Προφήτης Άαρών έζησε 13 αιώνες πρό Χριστού. Ήταν Ίερεύς. Ήταν αδελφός κατά σάρκα του Προφήτου Μωϋσέως.
2. ΑΒΡΑΑΜΙΟΣ
Δενδρίτης όσιος. Έζησε τον 4ον αίώνα.
«…εύρον ένθάδε άναχωρητήν μέγαν γέροντα όνόματι Άβραάμιον, ίστάμενον είς την κορυφήν του δένδρου τούτου, ός ίδών με παρεκάλεσέ με προσμείναι αύτώ τρείς ήμέρας και διηγείτό μοι τους πολέμους, ούς ‘υπέστη έν τώ τόπω τούτω παρά των άκαθάρτων πνευμάτων, και την χάριν την δοθείσαν αύτώ μετά ταύτα παρά του Θεού, και μετά τρείς ήμέρας παρέδωκεν το πνεύμα τώ Θεώ* έγώ δε καταγαγών αύτόνέκήδευσα και έθαψα ένθάδε».
Εκ του Γεροντικού του Σινά.
3. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ
Έζησε κατά τον 3ον -4ον αίώνα. Είναι Μεγαλομάρτυς. Μαρτύρησε στην Άλεξάνδρεια έπί Μαξιμίνου το 308 μ.Χ. Είναι πολιούχος τής ‘Ιεράς Μονής του Σινά.
«… υπήρχεν έκ τής Άλεξανδρείας, θυγάτηρ Βασιλίσκου τινός τούνομα Κώνστου ή Κέστου, παρθένος περικαλλής… τώ κάλλει άμίμητος, ύπερμεγέθης τη ήλικία… σωφρονεστάτη, και ένδοξος πλούτω και γένει και παιδεία… έτών όκτωκαίδεκα(18). Ήτις, διά μέν του σταθερού αύτής φρονήματος, έξενίκησε την έμπαθή και άκόλαστον ψυχήν Μαξιμίνου του τής Άλεξανδρείας τυράννου* διά δε τής εύγλωττίας, έπεστόμισε τους προς αύτήν διαλεγομένους ρήτορας… (και) πολλών βασάνων πείραν λαβούσα, την κεφαλήν άποτέμνεται…».
Μετά την τελείωσή της, οί Άγγελοι μετέφεραν τό σώμα της στην ύψηλότερη κορυφή του όρους Σινά, πού έπονομάζεται κορυφή τής άγίας Αίκατερίνης. Τον 7ον με 8ον αίώνα, άνευρέθη θαυματουργικά το ίερό Λείψανο τής άγίας Αίκατερίνης και μετεφέρθη στο καθολικό τήςΜονής.Μνήμη αύτής 25η Νοεμβρίου.
4. ΑΜΜΟΥΝ
Έζησε κατά τον 4ον -5ον αίώνα. Δεν πρόκειται για τον όσιο Άμμούν, τον ίδρυτή τής περίφημης Λαύρας τής Νιτρίας, άλλά για τον άββά Άμούν τής Ραϊθού.
«… Έλεγον περί του άββά Άμμούν, ‘ότι έποίησεν είς μετήν (κιβώτιο) κριθής μήνας δύο…».
Ήταν σύγχρονος του άββά Ποιμένος και του άββά Σισώη.
5. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ (Α)
Έζησε κατά τον 6ον – 7ον αίώνα. Διετέλεσε Ήγούμενος τής Ίερά Μονής Σινά.
Ήταν σύγχρονος του άγίου Ίωάννου τής Κλίμακος(ό προγενέστερος Ήγούμενος του άγίου Ίωάννου). Προεφήτευσε ότι ό άγιος Ίωάννης θα γίνει Ήγούμενος.
Έγινε Πατριάρχης Άντιοχείας. Ήταν Όμολογητής. Έκοιμήθη έν είρήνη το 599 μ. Χ.
«Έν τώ στερεώματι τής ‘Αγίας Έκκλησίας άστήρ αύγάζει και Άναστάσιος ό έκ των Μοναχών του Σινά…».
«Ό ήγούμενος του Σινά Ά ν α σ τ ά σ ι ο ς ό Σιναϊτης, ό μετέπειτα Πατριάρχης Άντιοχείας (559-599), προείπε την ήγουμενία στον άγιον Ίωάννην τής ‘’Κλίμακος’’».
«Ό άββάς Άναστάσιος ό ήγούμενος έθεάσατο τον άββάν Ίωάννην κατερχόμενον μετά του άββά Μαρτυρίου άπό τής άγίας κορυφής και προσκαλεσάμενος τον άββάν Μαρτύριον και αύτόν τον παίδα (ό άγιος Ίωάννης τής Κλίμακος πρέπει να ήταν τότε 20 χρόνων) λέγει προς τον γέροντα* ‘’ Είπέ μοι, άββά Μαρτύριε, πόθεν έστίν ό παίς ούτος και τις έκούρευσεν αύτόν;’’ Τότε λέγει προς αύτόν ό άββάς Μαρτύριος* ‘’Δούλός σού έστιν, πάτερ, και μαθητής μου και έκούρευσα αύτόν’’. Λέγει προς αύτόν: ‘’Βαβαί, άββά Μαρτύριε, τις είπε ότι ήγούμεν ον του Σινά όρους έκούρευσας;’’. Και άξίως όντως και δικαίως προεφήτευσαν οί πατέρες περί του πανοσίου πατρός ήμών Ίωάννου* ούτως γάρ πάση άρετή έκεκόσμητο και ούτως διέλαμψεν, ώστε αύτόν δεύτερον Μωσέα ώνόμαζον οί του τόπου πατέρες».
Μνήμη αύτού 21η Άπριλίου.
6. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ (Β)
Διάδοχος του ως άνω Άναστασίου, Ήγουμένου Σινά και Πατριάρχου Άντιοχείας.’Έζησε κατά τον 6ον – 7ον αίώνα. Είναι ίερομάρτυς. Διετέλεσε Ήγούμενος τής Ίεράς Μονής Σινά, καθώς και Άρχιεπίσκοπος Σινά. Ήταν σφοδρός πολέμιος των Μονοφυσιτών. Το πιο γνωστό δογματικό σύγγραμμά του είναι ό «Όδηγός».
Έγινε Πατριάρχης Άντιοχείας (599-609 μ. Χ)
Είναι Ίερομάρτυρας* οί Έβραίοι τον έβγαλαν έξω άπό την Άντιόχεια και τον έσφαξαν, το 609 μ.Χ.
Μνήμη αύτού 20η Άπριλίου.
7. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ (Γ)
Άναστάσιος ό Ραϊθού. Έζησε τον 7ο αίώνα.
Τον άγιο Άναστάσιο τής Ραϊθού τον έπικαλούμεθα για να βρέξει: «Ποτέ δε άβροχίας έν τοίς κατά την Παλαιστίνην μέρεσι γενομένης, παρακληθείς ύπό των περιοίκων προσηύξατο και κατηνέχθη πλούσιος ύετός…».
8. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ (Δ)
‘Εζησε κατά τον 6ον – 7ον αίώνα. Ήταν Μοναχός και άσκητής του Σινά. Έγραψε τις «Διηγήσεις» για τους Σιναϊτες Πατέρες.
«Ό μοναχός Άναστάσιος (Σιναϊτης), έγραψε τάς «Διηγήσεις περί των σιναϊτών πατέρων», τάς όποίας έξέδωκε ό F. Nau»
9. ΑΝΑΤΟΛΙΟΣ
Άνατόλιος ό έκ Ραϊθού, ό Ίεροσολυμίτης. Έζησε τον 5ον αίώνα.
Καταγόταν άπό την Ραϊθώ. Ύπήρξε μαθητής του άγίου Εύθυμίου του Μεγάλου, ένας άπό τους πρώτους μαθητάς του. Παρουσιάστηκε στον Μέγα Εύθύμιο μαζί με τον Ίωάννη τον πρεσβύτερο και τον Θαλάσσιο.
Μνήμη αύτού 21 Φεβρουαρίου, 26 Άπριλίου και 7 Ίουνίου.
10. ΑΝΔΡΕΑΣ
Άνδρέας, ό άββάς τής Ρα¨θού. Έζησε τον 6ον αίώνα στην Λαύρα τής Ραϊθού. Ήταν Μεσσήνιος. (Καταγόταν άπό την Μεσσήνη. Πόλις Μεσσήνη ύπάρχει στην Πελοπόννησο και στην Ίταλία(στην κάτω ‘Ιταλία, κοντά στο Παλέρμο). Τον 14ο με 15ο αίώνα ή Μονή Σινά ίδρυσε στην Μεσσήνη τής Ίταλίας Μετόχι, το όποίο ήκμασε τον 15ο και 16ο αίώνα. ‘Αναφέρεται ότι είχε πολλά κτήματα. Ό Ναός του Μετοχίου, έπ’ όνόματι τής Άγίας Αίκατερίνης, καταστράφηκε άπό πλημμύρα).
Έζησε και στην Παλαιστίνη: «Ότε ήμην νεώτερος, άνεχώρησα έγώ και ό άββάς μου άπό τής Ραϊθού και έξήλθομεν είς Παλαιστίνην, έμείναμεν δε προς ένα γέροντα…».
Ήταν σύγχρονος του άγίου Συμεών του Θαυμαστορείτου († 596).
«Άδελφός δαιμόνιον έχων παρέβαλεν τώ άββά Συμεώνι τώ Στυλίτη είς το Θαυμαστόν όρος, ίνα εύχήν ύπέρ αύτού ποιήση και άποδιώξη άπ’ αύτού τον δαίμονα. Λέγει αύτώ ό άββάς Συμεών* ‘’Πού κάθη;’’. Λέγει ό άδελφός* ‘’είς Ραϊθού’’. Άπεκρίθη ό γέρων* ‘’Θαυμάζω άδελφέ, πόσον κόπον ύπέμεινας και τοσαύτην όδόν ήνυσας, ίνα προς με έλθης, είς άνθρωπον άμαρτωλόν, τοιούτους πατέρας έχων έν τη Λαύρα σου. Ύπαγε ούν προς τον άββάν ΄Ανδρέαν κα΄’ι βάλε αύτώ μετάνοιαν, ίνα εύξηται ύπέρ σού και εύθέως θεραπεύει’’. ‘Ο δε άδελφός άπελθών είς Ραϊθού έβλεν μετάνοιαν τώ άββά Άνδρέα, καθώς είπεν αύτώ ό άββάς Συμεώνιος, λέγων* ‘’Εύξαι ύπέρ έμού, άββά’’. Λέγει αύτώ ό άββάς Άνδρέας* Έλαβεν την χάριν τής ίάσεως ό άββάς Συμεώνιος’’. Και ποιήσαντος αύτού εύχήν, εύθέως έκαθαρίσθη ό άδελφός και ηύχαρίστησεν τώ Θεώ».
11. 12. 13 ΑΝΩΝΥΜΟΙ
Ήταν τρείς. Τους βρήκαν νεκρούς μέσα στην μικρή σπηλιά τους Φαρανίτες άλιείς, πού περιπλανιόντουσαν στην έρημο, μη μπορώντας νά πλεύσουν προς την Ραϊθού, λόγω σφοδρών άνέμων και θαλασσοταραχής. Τους μετέφεραν στο καράβι τους «και παραχρήμα ή τε θάλασσα και οί άνεμοι έκόπασαν. Και γενομένου έπιτηδείου άνέμου χαίροντες έπεράσαμεν είς Ραϊθού και οί πατέρες λαβόντες αύτούς έθαψαν μετά των άρχαίων γερόντων».
14. ΑΝΩΝΥΜΟΙ
Άόρατοι άσκηταί:
«Πρό όλίγου χρόνου έλαβέν τις των πατέρων τον ίδιον μαθητήν έν ταίς άγίαις νηστείαις και λέγει αύτώ* ‘’Τέκνον, ταίς άγίαις ήμέραις ταύταις ταύτην την πολιτείαν κρατήσωμεν* περιέλθωμεν την έρημον και πάντως άξιοί ήμάς ό Θεός ίδέσθαι τινά των δούλων αύτού άναχωρητών και λαβείν μίαν εύχήν παρ΄αύτού’’. Περιερχομένων δε αύτών έπί τά μέρη του Σίδδη, όρώσιν κάτω είς βαθύν χείμαρρον κελλίον και δένδρα παντοίους καρπούς παρά τον καιρόν βαστάζοντα. Κατελθόντες ούν και πλησιάσαντες έκράξαμεν* ‘’Εύλογήσαντες πατέρες’’. Άπεκρίθησαν δε ήμίν* ‘’Καλώς ήλθατε πατέρες’’. Και σύν τώ λόγω πάντα άφανή γέγονεν και το κελλίον και τά δένδρα. Ύποστρέψαντες δε άνήλθομεν είς την κορυφήν του όρους, όθεν έθεασάμεθα το κελλίον, και ίδόντες αύτό πάλιν κατήλθομεν και πλησιάσαντες και τον αύτόν λόγον είπόντες, την αύτήν φωνήν και ήμείς ήκούσαμεν και όμοίως πάλιν πάντα άφανή γέγονεν. Τότε λέγω τώ άδελφώ* ‘’ Άγωμεν, τέκνον, έντεύθεν και πιστεύω τώ Χριστώ, ότι έφ’ όσον είπον προς ήμάς οί δούλοι του Θεού ότι Καλώς ‘ηλθατε, καλώς άξιοί ήμάς ό Χριστός έλθείν προς αύτούς έν τώ μέλλοντι αίώνι διά των πρεσβειών και ίκεσιών και ίδρώτων και κόπων αύτών’’».
15. 16 ΑΝΩΝΥΜΟΙ
Ήταν δύο.
Έζησαν τον 6ον αίώνα, όταν ήταν Ήγούμενος στο Σινά ό άγιος Ίωάννης τής Κλίμακος.
Ήταν δίδυμα άδέλφια άπό την Κωνσταντινούπολη, μέλη τής αύτοκρατορικής φρουράς.
«Έλθόντες δε δύο έξκουβίτορες άπό Κωνσταντινουπόλεως άδελφοί δίδυμοι, άπετάξαντο έν τώ άγίω όρει έπί του όσίου πατρός ήμών Ίωάννου του ήγουμένου. Και ποιήσαντες δύο χρόνους έν τώ μοναστηρίω άπελθόντες ήσύχασαν είς τον Τουρβάν, ένθα ό γέρων ό μέγας έκάθητο(έννοεί τον άνώνυμο γέροντα, πού ήταν ήσυχαστής είς τον Τουρβάν) μετά του μαθητού αύτού και ποιήσαντες αύτόθε χρόνον τινά έτελεύτησαν».
«Έζησαν στην τοποθεσία Τούρωα, έξ μίλια μακρυά άπό το Μοναστήριον του Σινά».
17. 18 ΑΝΩΝΥΜΟΙ
Ήταν δύο.
«Περί των δύο εύγενών άδελφών, των άπό του πολέμου ύποστρεφόντων και γενομένων μοναχών… Έμειναν και έγιναν άσκηταί δοκιμώτατοι. Δεν έστάθησαν όμως είς το Μοναστήριον, άλλά άνέβησαν είς το βουνόν, είς ένα σπήλαιον μιάς άκρης κορυφής του όρους, μακράν κάτωθεν άπό την άγίαν κορυφήν προς βορράν άνεμον ως ένα μίλιον. Τά δε τούτων λείψανα εύρίσκονται την σήμερον είς το κοιμητήριον είς ένα τόπον χωριστά. Είναι δε άκόμη ένδεδυμένα με τά σιδηροποκάμισα, διότι άφοντότε δεν τά έρριξαν άπό πάνω τους».
19. 20. 21 ΑΝΩΝΥΜΟΙ
Ήταν τρείς. Έζησαν τον 6ον αίώνα. Ήταν άόρατοι.
Περί αύτών διηγείται ό άββάς Ματθίας, ότι έρχόντουσαν και κοινωνούσαν στην Έκκλησία του τόπου, όπου ζούσε, κατά τρόπον άόρατον.
«Οίκούντός μου ποτέ, φησιν, είς Άρανδουλάν (στον παραθαλάσσιο δρόμο άπό Φαράν προς Κλύσμα (Σουέζ) βρίσκεται ή όαση Γκαραντέλ, πού είναι γνωστή στους βυζαντινούς χρόνους με το όνομα Άρανδουλάν) έπί το μεταδίδειν με τη Κυριακή την άγίαν κοινωνίαν τοίς αίχμαλώτοις έκείνης τής έρήμου, είχον έν τώ άρμαρίω άνω είς την άγίαν έκκλησίαν την άγίαν κοινωνίαν ήσφαλισμένην ύπό κλειδίον.
Πολλάκις ούν άνηρχόμην τη Κυριακή και ηύρισκον λελυμένον το σκευοφόριον και έλυπούμην περί τούτου. Είτα ήρξάμην και άπαριθμείν τάς άγίας μερίδας και σφραγίζειν έν κηρίω και δακτυλίω το άρμάριον. Είτα έλθών τη έξής Κυριακή εύρον σώας τάς σφραγίδας και τά κλειδία. Και άνοίξας και άπαριθμήσας εύρον παρά τρείς μερίδας. Έν πολλή ούν άδολεσχία μου τυγχάνοντος, τη έπιούση Κυριακή έπέστησάν μοι τρείς μοναχοί καθεύδοντι και διυπνήσαντές με λέγουσιν: ‘’ Άνάστηθι, καιρός έστι του κανόνος’’. Έγώ δε ήρώτησα αύτούς* ‘’Τίνες έστέ πατέρες καί πόθεν;’’. Οί δε είπον* ‘’Ήμείς έσμεν οί άμαρτωλοί οί έρχόμενοι πολλάκις και κοινωνούντες. Και λοιπόν μηκέτι μεριμνήσης περί τούτου’’. Τότε έγνων ότι οί άγιοι άναχωρηταί τυγχάνουσι και ηύχαρίστησα τώ Θεώ τώ χαρισαμένω τη γενεά ήμών τοιαύτα κειμήλια».
22. 23 ΑΝΩΝΥΜΟΙ
Ήταν δύο. Έζησαν τον 6ον αίώνα. Ήταν άόρατοι και γυμνίτες.
Τους είδε ό άββάς Στέφανος ό Καππαδόκης, μία Μεγάλη Πέμπτη στην Ραϊθώ, πού ήλθαν για να κοινωνήσουν.
«Πρό τούτων των πέντε έτών ήμην είς Ραϊθούν. Και τη άγία μεγάλη Πέμπτη ίσταμένου μου έν τη έκκλησία και τής άγίας άναφοράς έπιτελουμένης, ίδού θεωρώ δύο άναχωρητάς είσελθόντας είς την άγίαν έκκλησίαν* ήσαν δε γυμνοί και ούδείς άλλος των πατέρων έθεάσατο ότι γυμνοί ήσαν, εί μη έγώ μόνος. Ως ούν μετέλαβον του ‘αχράντου σώματος και αίματος Χριστού του Θεού ήμών έξήλθον έκ τής έκκλησίας, κάγώ δε όμοίως συνεξήλθον αύτοίς. Όταν ούν έξήλθομεν του Κάστρου, βάλλω αύτοίς μετάνοιαν λέγων* ‘’ Ποιήσατε άγάπην και λάβετε και έμέ μεθ’ ύμών’’. Έπέγνωσαν δε και αύτοί ότι έθεασάμην αύτούς γυμνούς και λέγουσί μοι* *Καλώς καθέζη, ήσύχασον έν τώ τόπω σου*. Πάλιν ούν έγώ έκ δευτέρου έβαλον μετάνοιαν παρακαλών αύτούς ίνα λάβωσί με, και άποκριθέντες λέγουσί μοι* * Ού δύνασαι έλθείν μεθ’ ήμών. Καλώς καθέζη, ήσύχασον*. Και ποιήσαντες εύχήν έμπροσθέν μου, έπάνω των ύδάτων τής θαλάσσης περάσαντες άπήλθον είς το πέραν τής θαλάσσης».
24 ΑΝΩΝΥΜΟΣ
Δενδρίτης όσιος. Έζησε τον 4ον αίώνα. ΄Ηταν μαθητής του Δενδρίτου όσίου Άβρααμίου (2). Έζησε 35 χρόνια πάνω στο δένδρο του όσίου Άβρααμίου, άφού τον έκήδευσε.
«…*έγώ δε καταγαγών αύτόν(τον όσιο Άβραάμιον) έκήδευσα και έθαψα ένθάδε. Θαυμάσας δε την πολιτείαν αύτού και ποθήσας τον πλησιαμόν αύτού άνήλθον και έστην είς τον τόπον τούτον έκδεχόμενος την του Θεού έπισκοπήν, παρακαλώ δε ύμάς κάγώ, άδελφοί, διά την άγάπην του Θεού, προσκαρτερήσατέ μοι τρείς ήμέρας, όπως ίδητε τά θαυμάσια αύτού* ό Θεός γάρ άποστείλας με προς τον έν άγίοις Άβραάμιον, αύτός και ύμάς άπέστειλεν τανύν προς με*. Και μετά τάς τρείς ήμέρας παρέδωκε και αύτός το πνεύμα τώ Κυρίω. Ότε δε άνεπαύη, άνέβησαν είς την κορυφήν του δένδρου και εύρον αύτόν ένδεδυμένον τρίχινον ίμάτιον και έπιρριπτάριον όμοίως τρίχινον, εύρον δε και σπυρίδα έχουσαν άρτους όλίγους και φακήν βρεκτήν και σκεύος όστράκινον κρεμάμενον έχον ύδωρ. Καταγαγόντων δε αύτών το λείψανον του άγίου προς το κηδεύσαι, εύρέθη πλήθος χριστιανών έρχόμενον, έχόντων έν ταίς χερσί λαμπάδας πυρός και θυμιατούς εύωδιάζοντας, και έπιστάντες τώ τόπω ήρώτων λέγοντες* * Πού έστιν ό άθλητής του Χριστού; Όπτασίαν γάρ έωράκαμεν κελεύουσαν ήμάς έξελθείν και τιμήσαι τον άθλητήν του Χριστού*. Τούτων άκούσαντες οί περί τον Παύλον έγνωσαν, ότι χάριν του άναπεπαυμένου άγίου ή όπτασία γέγονεν. Και έκδύσαντες τον άγιον, άλείψαντες, πάλιν ένέδυσαν αύτόν τον σάκκον και το έπιρριπτάριον και έθηκαν αύτόν έν γλωσσοκόμω και τά όστά του πρό αύτού κοιμηθέντος έν Χριστώ ‘αγίου Άβρααμίου, και παρέδωκαν τοίς κληρικοίς, τοίς παραγενομένοις μετά του πλήθους των χριστιανών, και ούτως έπορεύθησαν αύτοί την όδόν αύτών έν είρήνη, λαβόντες την σπυρίδα του άγίου και το σκεύος του ύδατος είς εύλογίαν. Πολλαί δε ίάσεις γεγόνασιν έκ του ύδατος του έν τώ σκεύει δι΄εύχών του θεράποντος του Χριστού»
25. ΑΝΩΝΥΜΟΣ
Άσκητής στην έρημο Σίδδη.
«Έν τώ χειμάρρω του Σίδδη ώκει άνήρ άγιος έχων μεθ΄έαυτού και τον οικείον μαθητήν. Και έν μια άποστείλας αύτόν είς ραϊθού, μετά τρείς ήμέρας ών έν τη έρήμω τη κατά την διάβασιν ό γέρων και τη θεία ένατενίζων θεωρία, όρά τον μαθητήν μήκοθεν έρχόμενον. Και νομίσας αύτόν Σαρακηνόν είναι, μετεμορφώθη είς φοίνικα διαλαθείν βουλόμενος. Έλθών ούν κατά τον τόπον ό μαθητής κρούει αύτόν τη παλάμη έξιστάμενος και λέγων* ** Πότε γέγονεν ό φοίνιξ ούτος ώδε;**. Θεία ούν χειρί μετηνεχθείς ό γέρων προέλαβεν αύτόν έν τώ σπηλαίω και δεξάμενος αύτόν λέγει αύτώ τη έπαύριον χαριέντως* **Τι έπταισά σοι, άδελφέ, ότι δέδωκάς μοι χθές κόσσον;** Έρριψεν ούν ό μαθητής έαυτόν άρνούμενος, ήγνόει γάρ το πράγμα. Τότε είπεν αύτώ ό γέρων την αίτίαν του φοίνικος, ότι αύτός ήν και έν τώ είναι αύτόν είς θείαν άδολεσχίαν και μη βουλόμενον ύπό συντυχίας άνθρωπίνης διασκεδασθήναι έξ αύτής, είς την του φοίνικος μετεμορφώθη είδέαν».
26 ΑΝΩΝΥΜΟΣ
Έζησε κατά τον 6ον-7ον αίώνα.
Ήταν Μάρτυρας, έκ των άναιρεθέντων κατά την διήγηση του όσίου Νείλου.
Ήταν νεαρός, «μειρακίσκος». Καταγόταν άπό την Φαράν. Ή μητέρα του ήταν χήρα. Διακρίθηκε για την γενναιότητά του: «… ού την γενναιότητα και μεγαλοψυχίαν και αύτοί έθαύμασαν οί βάρβαροι».
Μαρτύρησε κατά την έπιδρομήν των Σαρακηνών, στις 15 Ίανουαρίου, διότι δεν θέλησε να μαρτυρήσει κρυμμένα μοναστήρια, ούτε δέχτηκε να βγεί άπό το δωμάτιό του, ούτε να βγάλει τά ρούχα του: Ένδον τοίνυν θανούμαι ήμφιεσμένος… Έν τώ σκάμματι ώ ήγωνισάμην άναιρεθήσομαι και τάφος έσται μοι τούτο το δωμάτιον, ίδρώτας πόνων άρετής πάλαι και νυν άνδραγαθίας αίμα δεξάμενον».
Ή μητέρα του, όταν έμαθε τον θάνατον του γιού της, φόρεσε ένα ώραίο φόρεμα για να τιμήσει το νεκρό παιδί της και άπηύθηνε στον Θεό μία θαυμάσια προσευχή. Μνήμη αύτού 14 Ίανουαρίου.
27 ΑΝΩΝΥΜΟΣ
Γυμνίτης άσκητής.
«Πήγα σε δύο μοναστήρια του Άγίου Άντωνίου, τά όποία και σήμερα κατοικούνται άπό τους μαθητές του. Έφθασα έπίσης και στον τόπο όπου άσκήτευε ό μακαριώτατος Παύλος, ό πρώτος έρημίτης. Είδα την έρυθρά θάλασσα. Άνέβηκα στη ράχη του όρους Σινά, του όποίου ή ψηλότερη κορυφή σχεδόν άγγίζει τον ούρανό και δεν είναι δυνατόν με κανένα τρόπο να φθάσει κανείς. Στα βάθη αύτού του όρους έλεγαν πώς ύπάρχει ένας άναχωρητής, τον όποίο, αν και άναζήτησα πολύ και για άρκετό χρόνο, δεν μπόρεσα να δώ. Αύτός είχε άποσυρθεί άπό κάθε άνθρώπινη συναναστροφή σχεδόν έδώ και πενήντα χρόνια. Δεν χρησιμοποιούσε κανένα ρούχο. Σκεπαζόταν μόνο με τις τρίχες του σώματός του κι έτσι με τη θεία χάρη άγνοούσε τη γυμνότητά του. Όσες φορές εύλαβείς άνδρες θέλησαν να τον πλησιάσουν, αύτός άπέφευγε τις άνθρώπινες συναντήσεις και τρέχοντας άναζητούσε άβατα μέρη. Μονάχα σ’ έναν λεγόταν πώς έπέτρεψε να τον δεί πρίν πέντε χρόνια, ό όποίος πιστεύω πώς χάρη στη δυνατή του πίστη έγινε άξιος να το έπιτύχει αύτό. Όταν αύτός άνάμεσα στις πολλές συζητήσεις έρεύνησε γιατί τόσο πολύ άπέφευγε έκείνος τους άνθρώπους, λέγεται πώς του άπάντησε, πώς σε όποιον συχνάζουν οί άνθρωποι, σ’ αύτόν δεν είναι δυνατόν να συχνάζουν οί άγγελοι. Άπό αύτό όχι άδικαιολόγητα, είχε κυκλοφορήσει φήμη, πού την παραδεχόταν πολλοί, ότι ό άγιος έκείνος είχε έπισκέψεις άγγέλων». Γεροντικό του Σινά.
28 ΒΕΝΙΑΜΙΝ